φρεατίς

φρεατίς
(-ίδος) η
1) расщелина, трещина, связанная с водоносным подземным слоем; 2) мор. люк (ведущий в трюм водоналивного судна)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φρεατίς" в других словарях:

  • φρεατίς — ίδος, ἡ, Α βλ. φρεατίδα …   Dictionary of Greek

  • φρεατίδα — η / φρεατίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. χάσμα γης που συγκοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα 2. ναυτ. καθεμιά από τις θυρίδες υδροφόρου πλοίου, από όπου μπαίνουν οι ναύτες στο κύτος για να τό καθαρίσουν αρχ. υπόγειο όρυγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος +… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»